- ἡμισπιθαμιαῖος
- ἡμι-σπῐθᾰμιαῖος, α, ον,A of half a span,
σπλῆνες πλάτος -ιαῖοι Hp.Fract.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπλῆνες πλάτος -ιαῖοι Hp.Fract.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημισπιθαμιαίος — ἡμισπιθαμιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μισής σπιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμιαίος] … Dictionary of Greek
ἡμισπιθαμιαίους — ἡμισπιθαμιαῖος of half a span masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημισπίθαμος — ἡμισπίθαμος, ον (Α) ἡμισπιθαμιαῑος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμή] … Dictionary of Greek